Στο Μάθημα αυτό παρατίθενται ορισμένα ιστορικά στοιχεία προκειμένου να γίνει κατανοητή η διαφοροποίηση της Παιδείας στην Ανατολή και την Δύση, κατά την περίοδο του Μεσαίωνα. Όπως έχουμε σημειώσει και στο προηγούμενο μάθημα, το καινοτόμο πολιτισμικό σημείο της περιόδου ήταν η εξάπλωση του Χριστιανισμού. Στο επίπεδο αυτό διαμορφώθηκαν και εξελίχθηκαν τα πρότυπα της Παιδείας, παράγοντας διαφορετικές προοπτικές, τα αποτελέσματα των οποίων μας θα μας απασχολήσουν στα Μαθήματα που απομένουν.
Συγκεκριμένα λοιπόν, στο Βυζάντιο, η συνέχεια της παιδείας σύμφωνα με την Αρχαία Ελληνική παράδοση παρατηρείται περισσότερο συστηματική, κατανοητή και αναμενόμενη από τους συμμετέχοντες στην κοινωνική ζωή. Προς αυτή την κατεύθυνση μείζονα ρόλο έπαιξε η αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής φιλοσοφίας σε αντίθεση με την Δύση, η οποία δεν άφησε
περιθώριο καλλιέργειας ενός τέτοιου δεσμού.
Το το Βυζάντιο επέδειξε μία ταυτότητα περισσότερο κοσμική επιδιώκοντας να καταστεί οικουμενικό κέντρο καλλιτεχνικής και επιστημονικής συνάντησης, ακόμη και στους αιώνες που ακολούθησαν το φαινομενικό τέλος της ελληνικής φιλοσοφίας. Ήδη έναν αιώνα έπειτα από την κατάργηση των αθηναϊκών φιλοσοφικών σχολών, κατά την περίοδο βασιλείας του Ηρακλείου (610-641), ο Στέφανος ο Αλεξανδρεύς, το τελευταίο μέλος της Αλεξανδρινής φιλοσοφικής σχολής, κλήθηκε να διδάξει αριθμητική, γεωμετρία, μουσική και αστρονομία στου Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Η δεύτερη και εξαιρετικά ζωηρή περίοδος συνέχειας της ελληνικής φιλοσοφίας δεν κάμφθκε το 529, αλλά αντίθετα αναζωπυρώθηκε για μία περίοδο χιλίων περίπου ετών, έως την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στη γενικότερη συσκότιση του βυζαντινού πνεύματος ταυτόχρονα με την πολιτική κατάρρευση, μείζονα ρόλο διαδραμάτισε η ιδέα περί πνευματικής αυτοσυνειδησίας της Δύσης των χρόνων της Αναγέννησης, η οποία περιόρισε το ενδιαφέρον της μόνον στον Δυτικό Μεσαίωνα . Σε ειδικό επίπεδο, ακόμη και εξασθενημένη, η συμμετοχή της Δύσης στο βυζαντινό πνεύμα ως συνέχεια του Αρχαίου Ελληνικού, υπήρξε ζωντανή.
Ο βυζαντινός εκλεκτισμός περιέβαλλε όλες τις φιλοσοφικές κατευθύνσεις επικεντρώνοντας όχι στην επιλεκτική ανάδειξη ή υποβάθμιση, αλλά στην συστηματική μελέτη των Σχολών. Πολιτισμικό επίτευγμα αυτής της συστηματικής επισκόπησης και ανάλυσης, αποτελεί η προσέγγιση της ελληνικής φιλοσοφίας σύμφωνα με τις αρχές του Χριστιανισμού: ακολουθώντας τις συνιστώσες του Μέσου Πλατωνισμού, ο Νεοπλατωνισμός, συνέχισε να αναζητά σημεία επαφής με τον Αριστοτελισμό, με σημείο αναφοράς την πάγια αρχή της χριστιανικής θεώρησης περί
ενιαίας και σταθερής τάξης του σύμπαντος: η παραδοχή της μοναδικής αρχής του Ενός, ως πηγή εκπόρευσης του Νου και -εξ αυτού-της ψυχής του κόσμου καιτων φυσικών φαινομένων συστηματοποίησε τη φιλοσοφική συζήτηση .
Η θεωρία των υποστάσεων και των διαβαθμίσεων του
Στη Δύση, το ηθικό κριτήριο του Χριστιανισμού δεν συντελέστηκε σε περιβάλλον διαλεκτικής αλληλεπίδρασης ή μάλλον δεν συντελέστηκε σύμφωνα με τους ελεύθερους όρους μιας τέτοιας διαδικασίας· αντίθετα διαπέρασε τους υφιστάμενους συμβολικούς τύπους και πολιτισμικές μορφές και εγκαταστάθηκε με καταναγκαστικό τρόπο. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον ηθικών και αισθητικών μεταλλαγών, παρατηρήσαμε μία ελευθερία, όσον αφορά στη διατήρηση άλλων, μικρότερων μορφών ή υφημάτων. Αυτό το φαινόμενο πιθανόν να οφείλεται στην πολιτισμική πολυγλωσσία, ως αποτέλεσμα στρατευμένων βουλήσεων με σκοπό την βίαιη ενσωμάτωση ηθικών προτύπων, η οποία, μη δυνάμενη
να ελέγξει την ορμή των νέων πολιτισμικών εισροών, επέτρεψε
σε μεγάλο βαθμό την μεταξύ τους συνύπαρξη. Θα λέγαμε επομένως ότι η Δύση επέβαλλε πολιτισμικούς ορισμούς στα πλαίσια ενός λογικο-ηθικού οργανικού πλαισίου, αυστηρά επιλεκτικού, προσανατολισμένου στην ερμηνεία πολιτισμικών-κοινωνικών συμβάντων σε σχέση με επιβεβλημένους κανόνες και όχι αντίστροφα: μία αυστηρή προσήλωση στο πνεύμα των όρων, την εννοιολογική συνιστώσα μιας ανελεύθερης ηθικής, η
οποία συναρτούσε το δέον προς το είναι. Ακριβώς λοιπόν οι όροι Μεσαίωνας και Αναγέννηση, δημιουργήθηκαν για να περιγράψουν συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές της Δύσης, ενώ απετέλεσαν κριτήρια άνισης σύγκρισης μεταξύ ιστορικών στιγμών διαφορετικών κοινωνικών και πολιτισμικών συστημάτων.
Στη Δύση παρατηρούμε μία πολιτισμικά πρωτοφανή ανακολουθία μεταξύ κοινωνικού και πολιτισμικού συστήματος: ενώ σε όλα τα κοινωνικά συστήματα οι ηθικές αξίες συναρτώνται προς τις θρησκευτικές παραδόσεις, στην διαρκώς ενδυναμούμενη επιστημονικά και οικονομικά κοινωνία της Δύσης, οι ηθικές αξίες -μέρος των οποίων αποτελούν και οι θρησκευτικές παραδόσεις- τίθενται υπό αμφισβήτηση: για τη νεωτερικότητα, ο Χριστιανισμός δεν υπήρξε παρά ο απόηχος μιας παρελθούσας ιστορικής συγκυρίας, η οποία σταδιακά ενδυναμώθηκε και εγκαθιδρύθηκε ως θρησκεία. Με εξαίρεση των Rousseau, ο οποίος τοποθέτησε την ευσπλαχνία στα ανώτερα συναισθήματα, η
Αγάπη, στη Δύση, ως πολιτισμικός ορισμός δεν αφομοιώθηκε από τα ηθικά συστήματα ως αρετή. Για τον λόγο αυτό, η χριστιανική φιλοσοφία, η οποία κατά κύριο λόγο υπήρξε βυζαντινή, δεν ενσωματώθηκε στην φιλοσοφία της Δύσης ακόμη και μετά τον Μεσαίωνα. Στο Βυζάντιο διακρίνουμε ένα εξαιρετικά διευρυμένο και λειτουργικό περιβάλλον, χωρίς πολιτισμικούς περιορισμούς: θα λέγαμε ότι το σύστημα κύριων πολιτισμικών ορισμών δεν απέρριπτε, αλλά ενθάρρυνε τις πολιτισμικές διαφοροποιήσεις να παρεισφρέουν ελεύθερα και να αντιπαρατίθενται με αυτό ως δευτερεύοντες ορισμοί, ως διαπλεκόμενες παραδόσεις, σύμφωνα με έναν μείζονα όρο: τη φιλοσοφική συστηματοποίηση. Ακριβώς σε αυτό το περιβάλλον βρήκε καταφύγιο και η θρησκευτική παράδοση της ελληνιστικής εποχής, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Αλεξανδρινή Σχολή: η εκπαίδευση επάνω στην Εισαγωγήν του Πορφυρίου καιτις αριστοτελικές Κατηγορίες, υπήρξε παραγωγός παιδαγωγικών μεθόδων και εκπαιδευτικών πρακτικών.